ΚΙΝΗΣΙΟΦΟΒΙΑ

Η κινησιοφοβία είναι η κατάσταση στην οποία ένας ασθενής έχει υπερβολικό, παράλογο και εξουθενωτικό φόβο σωματικής κίνησης και δραστηριότητας που προκύπτει από αίσθημα ευπάθειας σε οδυνηρό τραυματισμό ή εκ νέου τραυματισμό. Ορίζεται και ως φόβος της κίνησης εξαιτίας του φόβου για νέο τραυματισμό, με πολλά άτομα που αποφεύγουν τον πόνο να θεωρούν ότι ο πόνος είναι σημάδι σωματικής βλάβης και ότι κάθε δραστηριότητα που προκαλεί πόνο είναι επικίνδυνη και πρέπει να αποφεύγεται. Η κινησιοφοβία εμφανίζεται συχνότερα σε άτομα που υποφέρουν από χρόνιο πόνο (όπως πχ ο πόνος στην πλάτη) και σε άτομα που υποφέρουν από διάφορες μυοσκελετικές παθήσεις. Η κινησιοφοβία ορίζεται περισσότερο ως υπερβολικός ή παράλογος φόβος κίνησης καθώς, ενώ μια κίνηση μπορεί να προκαλέσει έντονο πόνο, εντούτοις στις περισσότερες περιπτώσεις ο κίνδυνος επιδείνωσης ενός υπάρχοντος τραυματισμού είναι ελάχιστος.

Η διάγνωση της κινησιοφοβίας πραγματοποιείται μέσα από την κλίμακα Tampa of Kinesiophobia (TSK), η οποία αποτελείται από 17 ερωτήσεις αυτοαναφοράς που θα βοηθήσουν τον γιατρό ή τον φυσικοθεραπευτή να αξιολογήσει τα επίπεδα του φόβου, της καταστροφής του πόνου και της αναπηρίας και να διαγνώσει το επίπεδο και τη σοβαρότητα της κινησιοφοβίας.

 

 

 

 

Ποιες επιπτώσεις μπορεί να έχει η κινησιοφοβία

Η κινησιοφοβία μπορεί να έχει διάφορες επιπτώσεις τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά. Αν το άτομο δεν απευθυνθεί στους ειδικούς ώστε να διαγνώσουν και να αντιμετωπίσουν την κινησιοφοβία, οι επιδράσεις της θα γίνουν σύντομα εμφανείς. Μερικές από τις πιθανές επιπτώσεις της κινησιοφοβίας στο άτομο είναι:

  • Περισσότερος και μεγαλύτερος πόνος. Τα άτομα που υποφέρουν από κινησιοφοβία και περιορίζουν την κίνησή τους ώστε να αποφύγουν τον πόνο, συχνά υποφέρουν από περισσότερο και πιο έντονο πόνο λόγω της ακινησίας. Η ακινησία κάνει τους μύες και τις αρθρώσεις να ατροφούν και έτσι ακόμα και οι πιο απλές και καθημερινές κινήσεις γίνονται πιο επώδυνες, κάτι που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε νέο τραυματισμό.

  • Μείωση της ποιότητας ζωής του ατόμου εξαιτίας του φόβου κίνησης. Τα άτομα με κινησιοφοβία συχνά αδυνατούν να εκτελέσουν ακόμα και τις καθημερινές συνηθισμένες δραστηριότητες, με αποτέλεσμα να εξαρτώνται συνεχώς από άλλους ανθρώπους κάτι που επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα της ζωής και της καθημερινότητάς τους.

  • Μειωμένη λειτουργικότητα – αυτονομία, λόγω μειωμένου εύρους κίνησης και λόγω της αδυναμίας ή της άρνησης που έχουν τα άτομα με κινησιοφοβία να τεντώσουν ή/και να ενδυναμώσουν την πάσχουσα περιοχή.

  • Καταστροφικός πόνος. Οι νευρικές οδοί που διέπουν τον φόβο και τον πόνο αλληλοεπικαλύπτονται, ο φόβος του πόνου μπορεί να κάνει ακόμα και τα μέτρια ερεθίσματα περισσότερο επώδυνα από ότι είναι στην πραγματικότητα.

  • Διαστρέβλωση του κινητικού συντονισμού. Τα άτομα που πάσχουν από κινησιοφοβία φοβούνται και αποφεύγουν ορισμένα είδη κίνησης και προσπαθούν να αντισταθμίσουν τις επιπτώσεις αυτές υιοθετώντας μια αλλαγμένη κίνηση. Αυτό όμως μπορεί να καταπονήσει τους ιστούς των αρθρώσεων και τους μύες προκαλώντας δευτερογενή πόνο και αντίστοιχη κατάσταση υγείας.

 

Πώς αντιμετωπίζεται η κινησιοφοβία

Το καίριο και πρωταρχικό στοιχείο για να αντιμετωπιστεί η κινησιοφοβία είναι ο υπερβολικός φόβος για τον επικείμενο πόνο, παρά το γεγονός ότι στη διαδικασία της αποκατάστασης μπορεί να προκύψει επίσης πρήξιμο, ουλώδης ιστός ή έντονη δυσφορία. Ο φυσικοθεραπευτής μπορεί με διάφορες τεχνικές να μετριάσει τον φόβο του πόνου, σε σοβαρότερες όμως περιπτώσεις ενδέχεται να χρειαστεί και η συνδρομή ενός ψυχοθεραπευτή. Μόλις ο ασθενής μπορέσει να διαχειριστεί τον φόβο του πόνου, η φυσικοθεραπεία μπορεί να συνεχιστεί απρόσκοπτα. Κάποιες τεχνικές αντιμετώπισης – θεραπείας της κινησιοφοβίας είναι:

  • Περιορισμένη κίνηση. Ο φυσικοθεραπευτής μπορεί να δοκιμάσει περιορισμένες κινήσεις στον ασθενή ώστε αρχικά να προσδιοριστεί η ανοχή στον πόνο και στη συνέχεια, με την πάροδο των συνεδριών, οι κινήσεις αυτές να διευρύνονται όλο και περισσότερο.

  • Θεραπευτική μάλαξη. Οι χειρωνακτικές πρακτικές μπορούν να αποδειχθούν εξαιρετικά αποτελεσματικές στην αντιμετώπιση της κινησιοφοβίας. Η θεραπευτική μάλαξη, εκτός από την ικανότητα να επουλώσει τον ουλώδη ιστό και τους τεταμένους μύες, προκαλεί και ένα αίσθημα ευφορίας που μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στον μετριασμό του πόνου αλλά και του φόβου του πόνου.

  • Αποσύνδεση του πόνου και του τραυματισμού και σύνδεση της κίνησης με την ευχαρίστηση. Οι πάσχοντες από κινησιοφοβία συνδέουν τον πόνο με νέο τραυματισμό και θεωρούν ότι κάθε είδους πόνος αποτελεί σωματική βλάβη. Έτσι, προκειμένου να αποτρέψουν ένα νέο τραυματισμό, αποφεύγουν τον πόνο αποφεύγοντας την κίνηση. Αν όμως η κίνηση «συνδεθεί» στο μυαλό του ασθενή με μια ευχάριστη εικόνα ή δραστηριότητα, τότε η κινησιοφοβία μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά.

  • Σε σοβαρές περιπτώσεις και μετά από συνταγή γιατρού, φαρμακευτική αγωγή που περιλαμβάνει αναλγητικά ή φάρμακα που καταπολεμούν το άγχος μπορεί να αποδειχθεί σημαντικός σύμμαχος στη θεραπεία της κινησιοφοβίας. Τα αναλγητικά μπορούν να μειώσουν τον πόνο στη διάρκεια τη φυσικοθεραπείας ενώ τα φάρμακα κατά του άγχους μπορούν να ανακουφίσουν τους ασθενείς από το αίσθημα του φόβου του πόνου. Η φαρμακευτική αγωγή πρέπει πάντα να συνοδεύεται από συνταγή γιατρού τόσο σε ότι αφορά την ποσότητα αλλά και τη διάρκεια της φαρμακευτικής αγωγής, καθώς σε αντίθετη περίπτωση ελλοχεύουν σημαντικοί κίνδυνοι.

 

Ο ρόλος του φυσικοθεραπευτή στην αντιμετώπιση της κινησιοφοβίας είναι πολύ σημαντικός καθώς έχει τη δυνατότητα να επανεκπαιδεύσει κινητικά τον ασθενή και να τον παρακινήσει στην αυτό-αξιολόγηση του πόνου, την αυτό-παρατήρηση αλλά και την άμεση κινητοποίησή του σε περιπτώσεις αύξησης της έντασης του πόνου.