Oι όροι τενοντοπάθεια και τενοντίτιδα χρησιμοποιούνται από πολλούς για να περιγράψουν την ίδια πάθηση, ωστόσο στην πραγματικότητα αφορούν διαφορετικές καταστάσεις με διακριτές συνέπειες για τη θεραπεία.
Η τενοντίτιδα αναφέρεται στην οξεία φλεγμονή ενός τένοντα, που συνήθως προκαλείται από επαναλαμβανόμενη καταπόνηση ή από ξαφνικό, σοβαρότερο τραυματισμό. Η τενοντίτιδα είναι συνήθως ένα βραχυπρόθεσμο πρόβλημα που εμφανίζεται ως άμεση αντίδραση σε τραυματισμό ή υπερβολική χρήση, οδηγώντας σε συμπτώματα όπως πόνο, πρήξιμο και ευαισθησία που εντοπίζονται γύρω από μια άρθρωση.
Η τενοντοπάθεια, από την άλλη πλευρά, είναι ένας ευρύτερος όρος που περιλαμβάνει κάθε πρόβλημα που αφορά τους τένοντες, συμπεριλαμβανομένης της τενοντίτιδας. Αντιπροσωπεύει ένα εύρος καταστάσεων των τενόντων, όπως η χρόνια εκφύλιση και οι μικρορήξεις στον τένοντα χωρίς σημαντική φλεγμονώδη συνιστώσα. Η τενοντοπάθεια είναι γενικά πιο χρόνια και μπορεί να είναι το αποτέλεσμα τενοντίτιδας που δεν έχει αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά ή επαναλαμβανόμενης καταπόνησης που οδηγεί σε εκφύλιση του τένοντα με την πάροδο του χρόνου.
Τόσο η τενοντοπάθεια όσο και η τενοντίτιδα επηρεάζουν τους τένοντες και μπορεί να προκαλέσουν πόνο και δυσφορία στις πληγείσες περιοχές. Συνήθως είναι αποτέλεσμα υπερβολικής χρήσης, γεγονός που τις καθιστά μερικές από τις πιο συνηθισμένες κακώσεις σε αθλητές και άτομα που ασχολούνται με επαναλαμβανόμενες σωματικές δραστηριότητες, για παράδειγμα λόγω εργασίας.
Η βασική διαφορά έγκειται στη φύση των παθήσεων. Η τενοντίτιδα είναι μια οξεία φλεγμονώδης αντίδραση, ενώ η τενοντοπάθεια αναφέρεται σε μια χρόνια εκφυλιστική διαδικασία που μπορεί να μην περιλαμβάνει φλεγμονή. Αυτή η διάκριση είναι σημαντική, καθώς επηρεάζει τη θεραπευτική προσέγγιση και τη διαχείριση του ασθενούς.
Τόσο η τενοντοπάθεια όσο και η τενοντίτιδα μπορούν να επηρεάσουν οποιονδήποτε τένοντα του σώματος. Ωστόσο, τις συναντάμε συχνότερα σε:
Κάθε περιοχή μπορεί να εμφανίσει οξεία φλεγμονή ή χρόνιες εκφυλιστικές μεταβολές ανάλογα με τις δραστηριότητες του κάθε ασθενούς και την επιβάρυνση που δέχονται αυτοί οι τένοντες.
Η αρχική θεραπεία για την τενοντίτιδα έχει ως στόχο τη διαχείριση της φλεγμονής και του πόνου. Οι συνήθεις επιλογές θεραπείας περιλαμβάνουν:
Δεδομένου ότι η τενοντοπάθεια μπορεί να μην περιλαμβάνει φλεγμονή, η θεραπεία επικεντρώνεται περισσότερο στην ανακούφιση του πόνου και στη διευκόλυνση της επούλωσης του τένοντα με:
Η φυσικοθεραπεία έχει ενεργό και σημαντικό ρόλο στη θεραπεία τόσο της τενοντοπάθειας όσο και της τενοντίτιδας, με διάφορα μέσα, θεραπείες και τεχνικές:
Η πρόληψη της τενοντοπάθειας και της τενοντίτιδας είναι δυνατή με:
Η φυσικοθεραπεία προσφέρει μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για τη διαχείριση τόσο της τενοντίτιδας όσο και της τενοντοπάθειας μέσω στοχευμένων παρεμβάσεων που αντιμετωπίζουν τόσο τα συμπτώματα όσο και τα υποκείμενα αίτια. Ενσωματώνοντας τόσο θεραπευτικές προσεγγίσεις όσο και προληπτικά μέτρα στο θεραπευτικό πλάνο, η φυσικοθεραπεία μπορεί να διασφαλίσει ότι οι ασθενείς όχι μόνο αναρρώνουν πλήρως και αποτελεσματικά από τις διαταραχές των τενόντων αλλά και προλαμβάνουν ενδεχόμενη επανεμφάνισή τους.